Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερδώριος
ὑπερεβδομηκονταέτης
ὑπερεγγυάω
ὑπερεγρήγορα
ὑπερέγχριστος
ὑπερεθίζω
ὑπέρεια
ὑπερείδεος
ὑπερείδω
ὑπερείη
ὑπέρεικος
ὑπερείκω
ὑπέρειμι
ὑπερειπεῖν
ὑπερείπω
ὑπέρεισις
ὑπέρεισμα
ὑπερεισοδιάζω
ὑπερειστικός
ὑπερεκβλύζω
ὑπερεκδικέω
View word page
ὑπέρεικος
St. John's wort, Hypericum crispum
ShortDef
St. John's wort, Hypericum crispum
Debugging
Headword:
ὑπέρεικος
Headword (normalized):
ὑπέρεικος
Headword (normalized/stripped):
υπερεικος
IDX:
90873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90874
Key:
Data
{'content': "St. John's wort, Hypericum crispum"}