Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερδύναμος
ὑπερδυναστεύω
ὑπερδώριος
ὑπερεβδομηκονταέτης
ὑπερεγγυάω
ὑπερεγρήγορα
ὑπερέγχριστος
ὑπερεθίζω
ὑπέρεια
ὑπερείδεος
ὑπερείδω
ὑπερείη
ὑπέρεικος
ὑπερείκω
ὑπέρειμι
ὑπερειπεῖν
ὑπερείπω
ὑπέρεισις
ὑπέρεισμα
ὑπερεισοδιάζω
ὑπερειστικός
View word page
ὑπερείδω
to put under as a support
ShortDef
to put under as a support
Debugging
Headword:
ὑπερείδω
Headword (normalized):
ὑπερείδω
Headword (normalized/stripped):
υπερειδω
IDX:
90871
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90872
Key:
Data
{'content': 'to put under as a support'}