Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερδομέομαι
ὑπέρδουλος
ὑπέρδριμυς
ὑπερδύναμος
ὑπερδυναστεύω
ὑπερδώριος
ὑπερεβδομηκονταέτης
ὑπερεγγυάω
ὑπερεγρήγορα
ὑπερέγχριστος
ὑπερεθίζω
ὑπέρεια
ὑπερείδεος
ὑπερείδω
ὑπερείη
ὑπέρεικος
ὑπερείκω
ὑπέρειμι
ὑπερειπεῖν
ὑπερείπω
ὑπέρεισις
View word page
ὑπερεθίζω
to stimulate a little

ShortDef

to stimulate a little

Debugging

Headword:
ὑπερεθίζω
Headword (normalized):
ὑπερεθίζω
Headword (normalized/stripped):
υπερεθιζω
IDX:
90868
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90869
Key:

Data

{'content': 'to stimulate a little'}