Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερδιψάω
ὑπέρδιψος
ὑπερδοκέω
ὑπερδομέομαι
ὑπέρδουλος
ὑπέρδριμυς
ὑπερδύναμος
ὑπερδυναστεύω
ὑπερδώριος
ὑπερεβδομηκονταέτης
ὑπερεγγυάω
ὑπερεγρήγορα
ὑπερέγχριστος
ὑπερεθίζω
ὑπέρεια
ὑπερείδεος
ὑπερείδω
ὑπερείη
ὑπέρεικος
ὑπερείκω
ὑπέρειμι
View word page
ὑπερεγγυάω
betroth
ShortDef
betroth
Debugging
Headword:
ὑπερεγγυάω
Headword (normalized):
ὑπερεγγυάω
Headword (normalized/stripped):
υπερεγγυαω
IDX:
90865
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90866
Key:
Data
{'content': 'betroth'}