Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερδισύλλαβος
ὑπερδιψάω
ὑπέρδιψος
ὑπερδοκέω
ὑπερδομέομαι
ὑπέρδουλος
ὑπέρδριμυς
ὑπερδύναμος
ὑπερδυναστεύω
ὑπερδώριος
ὑπερεβδομηκονταέτης
ὑπερεγγυάω
ὑπερεγρήγορα
ὑπερέγχριστος
ὑπερεθίζω
ὑπέρεια
ὑπερείδεος
ὑπερείδω
ὑπερείη
ὑπέρεικος
ὑπερείκω
View word page
ὑπερεβδομηκονταέτης
more than seventy years old

ShortDef

more than seventy years old

Debugging

Headword:
ὑπερεβδομηκονταέτης
Headword (normalized):
ὑπερεβδομηκονταέτης
Headword (normalized/stripped):
υπερεβδομηκονταετης
IDX:
90864
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90865
Key:

Data

{'content': 'more than seventy years old'}