Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερδικέω
ὑπέρδικος
ὑπερδισκεύω
ὑπερδισύλλαβος
ὑπερδιψάω
ὑπέρδιψος
ὑπερδοκέω
ὑπερδομέομαι
ὑπέρδουλος
ὑπέρδριμυς
ὑπερδύναμος
ὑπερδυναστεύω
ὑπερδώριος
ὑπερεβδομηκονταέτης
ὑπερεγγυάω
ὑπερεγρήγορα
ὑπερέγχριστος
ὑπερεθίζω
ὑπέρεια
ὑπερείδεος
ὑπερείδω
View word page
ὑπερδύναμος
of higher power

ShortDef

of higher power

Debugging

Headword:
ὑπερδύναμος
Headword (normalized):
ὑπερδύναμος
Headword (normalized/stripped):
υπερδυναμος
IDX:
90861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90862
Key:

Data

{'content': 'of higher power'}