Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερδικαιόω
ὑπερδικέω
ὑπέρδικος
ὑπερδισκεύω
ὑπερδισύλλαβος
ὑπερδιψάω
ὑπέρδιψος
ὑπερδοκέω
ὑπερδομέομαι
ὑπέρδουλος
ὑπέρδριμυς
ὑπερδύναμος
ὑπερδυναστεύω
ὑπερδώριος
ὑπερεβδομηκονταέτης
ὑπερεγγυάω
ὑπερεγρήγορα
ὑπερέγχριστος
ὑπερεθίζω
ὑπέρεια
ὑπερείδεος
View word page
ὑπέρδριμυς
exceedingly pungent

ShortDef

exceedingly pungent

Debugging

Headword:
ὑπέρδριμυς
Headword (normalized):
ὑπέρδριμυς
Headword (normalized/stripped):
υπερδριμυς
IDX:
90860
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90861
Key:

Data

{'content': 'exceedingly pungent'}