Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερδιάτασις
ὑπερδιατείνω
ὑπερδιαφορέομαι
ὑπερδίδωμι
ὑπερδικάζω
ὑπερδικαιόω
ὑπερδικέω
ὑπέρδικος
ὑπερδισκεύω
ὑπερδισύλλαβος
ὑπερδιψάω
ὑπέρδιψος
ὑπερδοκέω
ὑπερδομέομαι
ὑπέρδουλος
ὑπέρδριμυς
ὑπερδύναμος
ὑπερδυναστεύω
ὑπερδώριος
ὑπερεβδομηκονταέτης
ὑπερεγγυάω
View word page
ὑπερδιψάω
to be exceedingly thirsty

ShortDef

to be exceedingly thirsty

Debugging

Headword:
ὑπερδιψάω
Headword (normalized):
ὑπερδιψάω
Headword (normalized/stripped):
υπερδιψαω
IDX:
90855
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90856
Key:

Data

{'content': 'to be exceedingly thirsty'}