Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερδέω
ὑπερδιαζεύγνυμαι
ὑπερδιαθήκη
ὑπερδιάτασις
ὑπερδιατείνω
ὑπερδιαφορέομαι
ὑπερδίδωμι
ὑπερδικάζω
ὑπερδικαιόω
ὑπερδικέω
ὑπέρδικος
ὑπερδισκεύω
ὑπερδισύλλαβος
ὑπερδιψάω
ὑπέρδιψος
ὑπερδοκέω
ὑπερδομέομαι
ὑπέρδουλος
ὑπέρδριμυς
ὑπερδύναμος
ὑπερδυναστεύω
View word page
ὑπέρδικος
more than just, severely just
ShortDef
more than just, severely just
Debugging
Headword:
ὑπέρδικος
Headword (normalized):
ὑπέρδικος
Headword (normalized/stripped):
υπερδικος
IDX:
90852
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90853
Key:
Data
{'content': 'more than just, severely just'}