Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερδέξιος
ὑπερδέω
ὑπερδιαζεύγνυμαι
ὑπερδιαθήκη
ὑπερδιάτασις
ὑπερδιατείνω
ὑπερδιαφορέομαι
ὑπερδίδωμι
ὑπερδικάζω
ὑπερδικαιόω
ὑπερδικέω
ὑπέρδικος
ὑπερδισκεύω
ὑπερδισύλλαβος
ὑπερδιψάω
ὑπέρδιψος
ὑπερδοκέω
ὑπερδομέομαι
ὑπέρδουλος
ὑπέρδριμυς
ὑπερδύναμος
View word page
ὑπερδικέω
to plead for, act as advocate for

ShortDef

to plead for, act as advocate for

Debugging

Headword:
ὑπερδικέω
Headword (normalized):
ὑπερδικέω
Headword (normalized/stripped):
υπερδικεω
IDX:
90851
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90852
Key:

Data

{'content': 'to plead for, act as advocate for'}