Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπέρδεινος
ὑπερδειπνέω
ὑπερδεκαπλάσιος
ὑπερδεκατάλαντος
ὑπερδέξιος
ὑπερδέω
ὑπερδιαζεύγνυμαι
ὑπερδιαθήκη
ὑπερδιάτασις
ὑπερδιατείνω
ὑπερδιαφορέομαι
ὑπερδίδωμι
ὑπερδικάζω
ὑπερδικαιόω
ὑπερδικέω
ὑπέρδικος
ὑπερδισκεύω
ὑπερδισύλλαβος
ὑπερδιψάω
ὑπέρδιψος
ὑπερδοκέω
View word page
ὑπερδιαφορέομαι
to be dissipated in excess
ShortDef
to be dissipated in excess
Debugging
Headword:
ὑπερδιαφορέομαι
Headword (normalized):
ὑπερδιαφορέομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερδιαφορεομαι
IDX:
90847
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90848
Key:
Data
{'content': 'to be dissipated in excess'}