Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερδειμαίνω
ὑπέρδεινος
ὑπερδειπνέω
ὑπερδεκαπλάσιος
ὑπερδεκατάλαντος
ὑπερδέξιος
ὑπερδέω
ὑπερδιαζεύγνυμαι
ὑπερδιαθήκη
ὑπερδιάτασις
ὑπερδιατείνω
ὑπερδιαφορέομαι
ὑπερδίδωμι
ὑπερδικάζω
ὑπερδικαιόω
ὑπερδικέω
ὑπέρδικος
ὑπερδισκεύω
ὑπερδισύλλαβος
ὑπερδιψάω
ὑπέρδιψος
View word page
ὑπερδιατείνω
overstretch, mid. overexert oneself

ShortDef

overstretch, mid. overexert oneself

Debugging

Headword:
ὑπερδιατείνω
Headword (normalized):
ὑπερδιατείνω
Headword (normalized/stripped):
υπερδιατεινω
IDX:
90846
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90847
Key:

Data

{'content': 'overstretch, mid. overexert oneself'}