Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερδείδω
ὑπερδειμαίνω
ὑπέρδεινος
ὑπερδειπνέω
ὑπερδεκαπλάσιος
ὑπερδεκατάλαντος
ὑπερδέξιος
ὑπερδέω
ὑπερδιαζεύγνυμαι
ὑπερδιαθήκη
ὑπερδιάτασις
ὑπερδιατείνω
ὑπερδιαφορέομαι
ὑπερδίδωμι
ὑπερδικάζω
ὑπερδικαιόω
ὑπερδικέω
ὑπέρδικος
ὑπερδισκεύω
ὑπερδισύλλαβος
ὑπερδιψάω
View word page
ὑπερδιάτασις
excessive tension

ShortDef

excessive tension

Debugging

Headword:
ὑπερδιάτασις
Headword (normalized):
ὑπερδιάτασις
Headword (normalized/stripped):
υπερδιατασις
IDX:
90845
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90846
Key:

Data

{'content': 'excessive tension'}