Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπεργνήσιος
ὑπέργομος
ὕπεργος
ὑπεργραφή
ὑπεργράφω
ὑπερδάκνω
ὑπερδαπάνημα
ὑπέρδασυς
ὑπερδεής
ὑπερδείδω
ὑπερδειμαίνω
ὑπέρδεινος
ὑπερδειπνέω
ὑπερδεκαπλάσιος
ὑπερδεκατάλαντος
ὑπερδέξιος
ὑπερδέω
ὑπερδιαζεύγνυμαι
ὑπερδιαθήκη
ὑπερδιάτασις
ὑπερδιατείνω
View word page
ὑπερδειμαίνω
to be much afraid of

ShortDef

to be much afraid of

Debugging

Headword:
ὑπερδειμαίνω
Headword (normalized):
ὑπερδειμαίνω
Headword (normalized/stripped):
υπερδειμαινω
IDX:
90836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90837
Key:

Data

{'content': 'to be much afraid of'}