Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπεργέμω
ὑπεργεννάομαι
ὑπεργηράω
ὑπέργηρως
ὑπεργίγνομαι
ὑπεργνήσιος
ὑπέργομος
ὕπεργος
ὑπεργραφή
ὑπεργράφω
ὑπερδάκνω
ὑπερδαπάνημα
ὑπέρδασυς
ὑπερδεής
ὑπερδείδω
ὑπερδειμαίνω
ὑπέρδεινος
ὑπερδειπνέω
ὑπερδεκαπλάσιος
ὑπερδεκατάλαντος
ὑπερδέξιος
View word page
ὑπερδάκνω
to be excessively irritated
ShortDef
to be excessively irritated
Debugging
Headword:
ὑπερδάκνω
Headword (normalized):
ὑπερδάκνω
Headword (normalized/stripped):
υπερδακνω
IDX:
90831
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90832
Key:
Data
{'content': 'to be excessively irritated'}