Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπέργειος
ὑπεργέλοιος
ὑπεργεμίζω
ὑπεργέμω
ὑπεργεννάομαι
ὑπεργηράω
ὑπέργηρως
ὑπεργίγνομαι
ὑπεργνήσιος
ὑπέργομος
ὕπεργος
ὑπεργραφή
ὑπεργράφω
ὑπερδάκνω
ὑπερδαπάνημα
ὑπέρδασυς
ὑπερδεής
ὑπερδείδω
ὑπερδειμαίνω
ὑπέρδεινος
ὑπερδειπνέω
View word page
ὕπεργος
under cultivation
ShortDef
under cultivation
Debugging
Headword:
ὕπεργος
Headword (normalized):
ὕπεργος
Headword (normalized/stripped):
υπεργος
IDX:
90828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90829
Key:
Data
{'content': 'under cultivation'}