Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπεργάνυμαι
ὑπέργειος
ὑπεργέλοιος
ὑπεργεμίζω
ὑπεργέμω
ὑπεργεννάομαι
ὑπεργηράω
ὑπέργηρως
ὑπεργίγνομαι
ὑπεργνήσιος
ὑπέργομος
ὕπεργος
ὑπεργραφή
ὑπεργράφω
ὑπερδάκνω
ὑπερδαπάνημα
ὑπέρδασυς
ὑπερδεής
ὑπερδείδω
ὑπερδειμαίνω
ὑπέρδεινος
View word page
ὑπέργομος
overladen

ShortDef

overladen

Debugging

Headword:
ὑπέργομος
Headword (normalized):
ὑπέργομος
Headword (normalized/stripped):
υπεργομος
IDX:
90827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90828
Key:

Data

{'content': 'overladen'}