Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπεργαμία
ὑπεργανάει
ὑπεργάνυμαι
ὑπέργειος
ὑπεργέλοιος
ὑπεργεμίζω
ὑπεργέμω
ὑπεργεννάομαι
ὑπεργηράω
ὑπέργηρως
ὑπεργίγνομαι
ὑπεργνήσιος
ὑπέργομος
ὕπεργος
ὑπεργραφή
ὑπεργράφω
ὑπερδάκνω
ὑπερδαπάνημα
ὑπέρδασυς
ὑπερδεής
ὑπερδείδω
View word page
ὑπεργίγνομαι
have the superiority

ShortDef

have the superiority

Debugging

Headword:
ὑπεργίγνομαι
Headword (normalized):
ὑπεργίγνομαι
Headword (normalized/stripped):
υπεργιγνομαι
IDX:
90825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90826
Key:

Data

{'content': 'have the superiority'}