Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπεργάζομαι
ὑπεργαμία
ὑπεργανάει
ὑπεργάνυμαι
ὑπέργειος
ὑπεργέλοιος
ὑπεργεμίζω
ὑπεργέμω
ὑπεργεννάομαι
ὑπεργηράω
ὑπέργηρως
ὑπεργίγνομαι
ὑπεργνήσιος
ὑπέργομος
ὕπεργος
ὑπεργραφή
ὑπεργράφω
ὑπερδάκνω
ὑπερδαπάνημα
ὑπέρδασυς
ὑπερδεής
View word page
ὑπέργηρως
exceeding old, of extreme age

ShortDef

exceeding old, of extreme age

Debugging

Headword:
ὑπέργηρως
Headword (normalized):
ὑπέργηρως
Headword (normalized/stripped):
υπεργηρως
IDX:
90824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90825
Key:

Data

{'content': 'exceeding old, of extreme age'}