Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερβρύω
ὑπεργάζομαι
ὑπεργαμία
ὑπεργανάει
ὑπεργάνυμαι
ὑπέργειος
ὑπεργέλοιος
ὑπεργεμίζω
ὑπεργέμω
ὑπεργεννάομαι
ὑπεργηράω
ὑπέργηρως
ὑπεργίγνομαι
ὑπεργνήσιος
ὑπέργομος
ὕπεργος
ὑπεργραφή
ὑπεργράφω
ὑπερδάκνω
ὑπερδαπάνημα
ὑπέρδασυς
View word page
ὑπεργηράω
grow exceedingly old

ShortDef

grow exceedingly old

Debugging

Headword:
ὑπεργηράω
Headword (normalized):
ὑπεργηράω
Headword (normalized/stripped):
υπεργηραω
IDX:
90823
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90824
Key:

Data

{'content': 'grow exceedingly old'}