Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ὑπερβόρεοι
ὑπερβράζω
ὑπερβρύω
ὑπεργάζομαι
ὑπεργαμία
ὑπεργανάει
ὑπεργάνυμαι
ὑπέργειος
ὑπεργέλοιος
ὑπεργεμίζω
ὑπεργέμω
ὑπεργεννάομαι
ὑπεργηράω
ὑπέργηρως
ὑπεργίγνομαι
ὑπεργνήσιος
ὑπέργομος
ὕπεργος
ὑπεργραφή
ὑπεργράφω
ὑπερδάκνω
View word page
ὑπεργέμω
to be overfull

ShortDef

to be overfull

Debugging

Headword:
ὑπεργέμω
Headword (normalized):
ὑπεργέμω
Headword (normalized/stripped):
υπεργεμω
IDX:
90821
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90822
Key:

Data

{'content': 'to be overfull'}