Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ὑπέρβολος
Ὑπερβόρεοι
ὑπερβράζω
ὑπερβρύω
ὑπεργάζομαι
ὑπεργαμία
ὑπεργανάει
ὑπεργάνυμαι
ὑπέργειος
ὑπεργέλοιος
ὑπεργεμίζω
ὑπεργέμω
ὑπεργεννάομαι
ὑπεργηράω
ὑπέργηρως
ὑπεργίγνομαι
ὑπεργνήσιος
ὑπέργομος
ὕπεργος
ὑπεργραφή
ὑπεργράφω
View word page
ὑπεργεμίζω
to overfill, overload

ShortDef

to overfill, overload

Debugging

Headword:
ὑπεργεμίζω
Headword (normalized):
ὑπεργεμίζω
Headword (normalized/stripped):
υπεργεμιζω
IDX:
90820
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90821
Key:

Data

{'content': 'to overfill, overload'}