Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερβόλιον
Ὑπέρβολος
Ὑπερβόρεοι
ὑπερβράζω
ὑπερβρύω
ὑπεργάζομαι
ὑπεργαμία
ὑπεργανάει
ὑπεργάνυμαι
ὑπέργειος
ὑπεργέλοιος
ὑπεργεμίζω
ὑπεργέμω
ὑπεργεννάομαι
ὑπεργηράω
ὑπέργηρως
ὑπεργίγνομαι
ὑπεργνήσιος
ὑπέργομος
ὕπεργος
ὑπεργραφή
View word page
ὑπεργέλοιος
above measure ridiculous

ShortDef

above measure ridiculous

Debugging

Headword:
ὑπεργέλοιος
Headword (normalized):
ὑπεργέλοιος
Headword (normalized/stripped):
υπεργελοιος
IDX:
90819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90820
Key:

Data

{'content': 'above measure ridiculous'}