Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερβόλιμος
ὑπερβόλιον
Ὑπέρβολος
Ὑπερβόρεοι
ὑπερβράζω
ὑπερβρύω
ὑπεργάζομαι
ὑπεργαμία
ὑπεργανάει
ὑπεργάνυμαι
ὑπέργειος
ὑπεργέλοιος
ὑπεργεμίζω
ὑπεργέμω
ὑπεργεννάομαι
ὑπεργηράω
ὑπέργηρως
ὑπεργίγνομαι
ὑπεργνήσιος
ὑπέργομος
ὕπεργος
View word page
ὑπέργειος
above ground

ShortDef

above ground

Debugging

Headword:
ὑπέργειος
Headword (normalized):
ὑπέργειος
Headword (normalized/stripped):
υπεργειος
IDX:
90818
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90819
Key:

Data

{'content': 'above ground'}