Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερβολικός
ὑπερβόλιμος
ὑπερβόλιον
Ὑπέρβολος
Ὑπερβόρεοι
ὑπερβράζω
ὑπερβρύω
ὑπεργάζομαι
ὑπεργαμία
ὑπεργανάει
ὑπεργάνυμαι
ὑπέργειος
ὑπεργέλοιος
ὑπεργεμίζω
ὑπεργέμω
ὑπεργεννάομαι
ὑπεργηράω
ὑπέργηρως
ὑπεργίγνομαι
ὑπεργνήσιος
ὑπέργομος
View word page
ὑπεργάνυμαι
exult much
ShortDef
exult much
Debugging
Headword:
ὑπεργάνυμαι
Headword (normalized):
ὑπεργάνυμαι
Headword (normalized/stripped):
υπεργανυμαι
IDX:
90817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90818
Key:
Data
{'content': 'exult much'}