Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερβολή
ὑπερβολικός
ὑπερβόλιμος
ὑπερβόλιον
Ὑπέρβολος
Ὑπερβόρεοι
ὑπερβράζω
ὑπερβρύω
ὑπεργάζομαι
ὑπεργαμία
ὑπεργανάει
ὑπεργάνυμαι
ὑπέργειος
ὑπεργέλοιος
ὑπεργεμίζω
ὑπεργέμω
ὑπεργεννάομαι
ὑπεργηράω
ὑπέργηρως
ὑπεργίγνομαι
ὑπεργνήσιος
View word page
ὑπεργανάει
exults much
ShortDef
exults much
Debugging
Headword:
ὑπεργανάει
Headword (normalized):
ὑπεργανάει
Headword (normalized/stripped):
υπεργαναει
IDX:
90816
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90817
Key:
Data
{'content': 'exults much'}