Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερβολάδην
ὑπερβολαῖος
ὑπερβολή
ὑπερβολικός
ὑπερβόλιμος
ὑπερβόλιον
Ὑπέρβολος
Ὑπερβόρεοι
ὑπερβράζω
ὑπερβρύω
ὑπεργάζομαι
ὑπεργαμία
ὑπεργανάει
ὑπεργάνυμαι
ὑπέργειος
ὑπεργέλοιος
ὑπεργεμίζω
ὑπεργέμω
ὑπεργεννάομαι
ὑπεργηράω
ὑπέργηρως
View word page
ὑπεργάζομαι
to work under, plough up, prepare
ShortDef
to work under, plough up, prepare
Debugging
Headword:
ὑπεργάζομαι
Headword (normalized):
ὑπεργάζομαι
Headword (normalized/stripped):
υπεργαζομαι
IDX:
90814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90815
Key:
Data
{'content': 'to work under, plough up, prepare'}