Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερβοάω
ὑπερβολάδην
ὑπερβολαῖος
ὑπερβολή
ὑπερβολικός
ὑπερβόλιμος
ὑπερβόλιον
Ὑπέρβολος
Ὑπερβόρεοι
ὑπερβράζω
ὑπερβρύω
ὑπεργάζομαι
ὑπεργαμία
ὑπεργανάει
ὑπεργάνυμαι
ὑπέργειος
ὑπεργέλοιος
ὑπεργεμίζω
ὑπεργέμω
ὑπεργεννάομαι
ὑπεργηράω
View word page
ὑπερβρύω
to be overfull
ShortDef
to be overfull
Debugging
Headword:
ὑπερβρύω
Headword (normalized):
ὑπερβρύω
Headword (normalized/stripped):
υπερβρυω
IDX:
90813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90814
Key:
Data
{'content': 'to be overfull'}