Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπέρβλυσις
ὑπερβοάω
ὑπερβολάδην
ὑπερβολαῖος
ὑπερβολή
ὑπερβολικός
ὑπερβόλιμος
ὑπερβόλιον
Ὑπέρβολος
Ὑπερβόρεοι
ὑπερβράζω
ὑπερβρύω
ὑπεργάζομαι
ὑπεργαμία
ὑπεργανάει
ὑπεργάνυμαι
ὑπέργειος
ὑπεργέλοιος
ὑπεργεμίζω
ὑπεργέμω
ὑπεργεννάομαι
View word page
ὑπερβράζω
to boil
ShortDef
to boil
Debugging
Headword:
ὑπερβράζω
Headword (normalized):
ὑπερβράζω
Headword (normalized/stripped):
υπερβραζω
IDX:
90812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90813
Key:
Data
{'content': 'to boil'}