Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερβλύζω
ὑπέρβλυσις
ὑπερβοάω
ὑπερβολάδην
ὑπερβολαῖος
ὑπερβολή
ὑπερβολικός
ὑπερβόλιμος
ὑπερβόλιον
Ὑπέρβολος
Ὑπερβόρεοι
ὑπερβράζω
ὑπερβρύω
ὑπεργάζομαι
ὑπεργαμία
ὑπεργανάει
ὑπεργάνυμαι
ὑπέργειος
ὑπεργέλοιος
ὑπεργεμίζω
ὑπεργέμω
View word page
Ὑπερβόρεοι
Hyperboreans; as adj.: more than mortal fortune
ShortDef
Hyperboreans; as adj.: more than mortal fortune
Debugging
Headword:
Ὑπερβόρεοι
Headword (normalized):
ὑπερβόρεοι
Headword (normalized/stripped):
υπερβορεοι
IDX:
90811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90812
Key:
Data
{'content': 'Hyperboreans; as adj.: more than mortal fortune'}