Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερβλέπω
ὑπερβλήδην
ὑπέρβλημα
ὑπερβλύζω
ὑπέρβλυσις
ὑπερβοάω
ὑπερβολάδην
ὑπερβολαῖος
ὑπερβολή
ὑπερβολικός
ὑπερβόλιμος
ὑπερβόλιον
Ὑπέρβολος
Ὑπερβόρεοι
ὑπερβράζω
ὑπερβρύω
ὑπεργάζομαι
ὑπεργαμία
ὑπεργανάει
ὑπεργάνυμαι
ὑπέργειος
View word page
ὑπερβόλιμος
to be put off, delayed

ShortDef

to be put off, delayed

Debugging

Headword:
ὑπερβόλιμος
Headword (normalized):
ὑπερβόλιμος
Headword (normalized/stripped):
υπερβολιμος
IDX:
90808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90809
Key:

Data

{'content': 'to be put off, delayed'}