Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερβιόω
ὑπερβλαστάνω
ὑπερβλαστής
ὑπερβλέπω
ὑπερβλήδην
ὑπέρβλημα
ὑπερβλύζω
ὑπέρβλυσις
ὑπερβοάω
ὑπερβολάδην
ὑπερβολαῖος
ὑπερβολή
ὑπερβολικός
ὑπερβόλιμος
ὑπερβόλιον
Ὑπέρβολος
Ὑπερβόρεοι
ὑπερβράζω
ὑπερβρύω
ὑπεργάζομαι
ὑπεργαμία
View word page
ὑπερβολαῖος
added, additional

ShortDef

added, additional

Debugging

Headword:
ὑπερβολαῖος
Headword (normalized):
ὑπερβολαῖος
Headword (normalized/stripped):
υπερβολαιος
IDX:
90805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90806
Key:

Data

{'content': 'added, additional'}