Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπέρβιος
ὑπερβιόω
ὑπερβλαστάνω
ὑπερβλαστής
ὑπερβλέπω
ὑπερβλήδην
ὑπέρβλημα
ὑπερβλύζω
ὑπέρβλυσις
ὑπερβοάω
ὑπερβολάδην
ὑπερβολαῖος
ὑπερβολή
ὑπερβολικός
ὑπερβόλιμος
ὑπερβόλιον
Ὑπέρβολος
Ὑπερβόρεοι
ὑπερβράζω
ὑπερβρύω
ὑπεργάζομαι
View word page
ὑπερβολάδην
immoderately, excessively
ShortDef
immoderately, excessively
Debugging
Headword:
ὑπερβολάδην
Headword (normalized):
ὑπερβολάδην
Headword (normalized/stripped):
υπερβολαδην
IDX:
90804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90805
Key:
Data
{'content': 'immoderately, excessively'}