Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερβιβαστέον
ὑπερβίη
ὑπέρβιος
ὑπερβιόω
ὑπερβλαστάνω
ὑπερβλαστής
ὑπερβλέπω
ὑπερβλήδην
ὑπέρβλημα
ὑπερβλύζω
ὑπέρβλυσις
ὑπερβοάω
ὑπερβολάδην
ὑπερβολαῖος
ὑπερβολή
ὑπερβολικός
ὑπερβόλιμος
ὑπερβόλιον
Ὑπέρβολος
Ὑπερβόρεοι
ὑπερβράζω
View word page
ὑπέρβλυσις
a gushing over, eruption

ShortDef

a gushing over, eruption

Debugging

Headword:
ὑπέρβλυσις
Headword (normalized):
ὑπέρβλυσις
Headword (normalized/stripped):
υπερβλυσις
IDX:
90802
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90803
Key:

Data

{'content': 'a gushing over, eruption'}