Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερβιβασμός
ὑπερβιβαστέον
ὑπερβίη
ὑπέρβιος
ὑπερβιόω
ὑπερβλαστάνω
ὑπερβλαστής
ὑπερβλέπω
ὑπερβλήδην
ὑπέρβλημα
ὑπερβλύζω
ὑπέρβλυσις
ὑπερβοάω
ὑπερβολάδην
ὑπερβολαῖος
ὑπερβολή
ὑπερβολικός
ὑπερβόλιμος
ὑπερβόλιον
Ὑπέρβολος
Ὑπερβόρεοι
View word page
ὑπερβλύζω
bubble
ShortDef
bubble
Debugging
Headword:
ὑπερβλύζω
Headword (normalized):
ὑπερβλύζω
Headword (normalized/stripped):
υπερβλυζω
IDX:
90801
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90802
Key:
Data
{'content': 'bubble'}