Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερβιάζομαι
ὑπερβίαιος
ὑπερβιβάζω
ὑπερβιβασμός
ὑπερβιβαστέον
ὑπερβίη
ὑπέρβιος
ὑπερβιόω
ὑπερβλαστάνω
ὑπερβλαστής
ὑπερβλέπω
ὑπερβλήδην
ὑπέρβλημα
ὑπερβλύζω
ὑπέρβλυσις
ὑπερβοάω
ὑπερβολάδην
ὑπερβολαῖος
ὑπερβολή
ὑπερβολικός
ὑπερβόλιμος
View word page
ὑπερβλέπω
overlook, neglect

ShortDef

overlook, neglect

Debugging

Headword:
ὑπερβλέπω
Headword (normalized):
ὑπερβλέπω
Headword (normalized/stripped):
υπερβλεπω
IDX:
90798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90799
Key:

Data

{'content': 'overlook, neglect'}