Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερβατός
ὑπερβεβλημένως
ὑπερβιάζομαι
ὑπερβίαιος
ὑπερβιβάζω
ὑπερβιβασμός
ὑπερβιβαστέον
ὑπερβίη
ὑπέρβιος
ὑπερβιόω
ὑπερβλαστάνω
ὑπερβλαστής
ὑπερβλέπω
ὑπερβλήδην
ὑπέρβλημα
ὑπερβλύζω
ὑπέρβλυσις
ὑπερβοάω
ὑπερβολάδην
ὑπερβολαῖος
ὑπερβολή
View word page
ὑπερβλαστάνω
shoot over-luxuriantly

ShortDef

shoot over-luxuriantly

Debugging

Headword:
ὑπερβλαστάνω
Headword (normalized):
ὑπερβλαστάνω
Headword (normalized/stripped):
υπερβλαστανω
IDX:
90796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90797
Key:

Data

{'content': 'shoot over-luxuriantly'}