Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερβατόν
ὑπερβατός
ὑπερβεβλημένως
ὑπερβιάζομαι
ὑπερβίαιος
ὑπερβιβάζω
ὑπερβιβασμός
ὑπερβιβαστέον
ὑπερβίη
ὑπέρβιος
ὑπερβιόω
ὑπερβλαστάνω
ὑπερβλαστής
ὑπερβλέπω
ὑπερβλήδην
ὑπέρβλημα
ὑπερβλύζω
ὑπέρβλυσις
ὑπερβοάω
ὑπερβολάδην
ὑπερβολαῖος
View word page
ὑπερβιόω
outlive
ShortDef
outlive
Debugging
Headword:
ὑπερβιόω
Headword (normalized):
ὑπερβιόω
Headword (normalized/stripped):
υπερβιοω
IDX:
90795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90796
Key:
Data
{'content': 'outlive'}