Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερβατικός
ὑπερβατόν
ὑπερβατός
ὑπερβεβλημένως
ὑπερβιάζομαι
ὑπερβίαιος
ὑπερβιβάζω
ὑπερβιβασμός
ὑπερβιβαστέον
ὑπερβίη
ὑπέρβιος
ὑπερβιόω
ὑπερβλαστάνω
ὑπερβλαστής
ὑπερβλέπω
ὑπερβλήδην
ὑπέρβλημα
ὑπερβλύζω
ὑπέρβλυσις
ὑπερβοάω
ὑπερβολάδην
View word page
ὑπέρβιος
of overwhelming strength

ShortDef

of overwhelming strength

Debugging

Headword:
ὑπέρβιος
Headword (normalized):
ὑπέρβιος
Headword (normalized/stripped):
υπερβιος
IDX:
90794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90795
Key:

Data

{'content': 'of overwhelming strength'}