Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερβατήριος
ὑπερβατικός
ὑπερβατόν
ὑπερβατός
ὑπερβεβλημένως
ὑπερβιάζομαι
ὑπερβίαιος
ὑπερβιβάζω
ὑπερβιβασμός
ὑπερβιβαστέον
ὑπερβίη
ὑπέρβιος
ὑπερβιόω
ὑπερβλαστάνω
ὑπερβλαστής
ὑπερβλέπω
ὑπερβλήδην
ὑπέρβλημα
ὑπερβλύζω
ὑπέρβλυσις
ὑπερβοάω
View word page
ὑπερβίη
overbearing might, arrogance
ShortDef
overbearing might, arrogance
Debugging
Headword:
ὑπερβίη
Headword (normalized):
ὑπερβίη
Headword (normalized/stripped):
υπερβιη
IDX:
90793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90794
Key:
Data
{'content': 'overbearing might, arrogance'}