Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερβατέον
ὑπερβατήριος
ὑπερβατικός
ὑπερβατόν
ὑπερβατός
ὑπερβεβλημένως
ὑπερβιάζομαι
ὑπερβίαιος
ὑπερβιβάζω
ὑπερβιβασμός
ὑπερβιβαστέον
ὑπερβίη
ὑπέρβιος
ὑπερβιόω
ὑπερβλαστάνω
ὑπερβλαστής
ὑπερβλέπω
ὑπερβλήδην
ὑπέρβλημα
ὑπερβλύζω
ὑπέρβλυσις
View word page
ὑπερβιβαστέον
one must transpose

ShortDef

one must transpose

Debugging

Headword:
ὑπερβιβαστέον
Headword (normalized):
ὑπερβιβαστέον
Headword (normalized/stripped):
υπερβιβαστεον
IDX:
90792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90793
Key:

Data

{'content': 'one must transpose'}