Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερβασία
ὑπερβασίη
ὑπέρβασις
ὑπερβατέον
ὑπερβατήριος
ὑπερβατικός
ὑπερβατόν
ὑπερβατός
ὑπερβεβλημένως
ὑπερβιάζομαι
ὑπερβίαιος
ὑπερβιβάζω
ὑπερβιβασμός
ὑπερβιβαστέον
ὑπερβίη
ὑπέρβιος
ὑπερβιόω
ὑπερβλαστάνω
ὑπερβλαστής
ὑπερβλέπω
ὑπερβλήδην
View word page
ὑπερβίαιος
extremely violent

ShortDef

extremely violent

Debugging

Headword:
ὑπερβίαιος
Headword (normalized):
ὑπερβίαιος
Headword (normalized/stripped):
υπερβιαιος
IDX:
90789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90790
Key:

Data

{'content': 'extremely violent'}