Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερβακχεύω
ὑπερβαλλόντως
ὑπερβάλλω
ὑπερβαρέω
ὑπερβαρής
ὑπερβασία
ὑπερβασίη
ὑπέρβασις
ὑπερβατέον
ὑπερβατήριος
ὑπερβατικός
ὑπερβατόν
ὑπερβατός
ὑπερβεβλημένως
ὑπερβιάζομαι
ὑπερβίαιος
ὑπερβιβάζω
ὑπερβιβασμός
ὑπερβιβαστέον
ὑπερβίη
ὑπέρβιος
View word page
ὑπερβατικός
delighting in hyperbata

ShortDef

delighting in hyperbata

Debugging

Headword:
ὑπερβατικός
Headword (normalized):
ὑπερβατικός
Headword (normalized/stripped):
υπερβατικος
IDX:
90784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90785
Key:

Data

{'content': 'delighting in hyperbata'}