Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερβάθμιος
ὑπερβαίνω
ὑπερβακχεύω
ὑπερβαλλόντως
ὑπερβάλλω
ὑπερβαρέω
ὑπερβαρής
ὑπερβασία
ὑπερβασίη
ὑπέρβασις
ὑπερβατέον
ὑπερβατήριος
ὑπερβατικός
ὑπερβατόν
ὑπερβατός
ὑπερβεβλημένως
ὑπερβιάζομαι
ὑπερβίαιος
ὑπερβιβάζω
ὑπερβιβασμός
ὑπερβιβαστέον
View word page
ὑπερβατέον
one must pass over

ShortDef

one must pass over

Debugging

Headword:
ὑπερβατέον
Headword (normalized):
ὑπερβατέον
Headword (normalized/stripped):
υπερβατεον
IDX:
90782
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90783
Key:

Data

{'content': 'one must pass over'}