Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπεράχθομαι
ὑπερβάθμιος
ὑπερβαίνω
ὑπερβακχεύω
ὑπερβαλλόντως
ὑπερβάλλω
ὑπερβαρέω
ὑπερβαρής
ὑπερβασία
ὑπερβασίη
ὑπέρβασις
ὑπερβατέον
ὑπερβατήριος
ὑπερβατικός
ὑπερβατόν
ὑπερβατός
ὑπερβεβλημένως
ὑπερβιάζομαι
ὑπερβίαιος
ὑπερβιβάζω
ὑπερβιβασμός
View word page
ὑπέρβασις
crossing; transgression

ShortDef

crossing; transgression

Debugging

Headword:
ὑπέρβασις
Headword (normalized):
ὑπέρβασις
Headword (normalized/stripped):
υπερβασις
IDX:
90781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90782
Key:

Data

{'content': 'crossing; transgression'}