Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπεραυθεντέω
ὑπεράϋλος
ὑπεραυξάνω
ὑπεραύξημα
ὑπεραύξησις
ὑπεραύστηρος
ὑπεραυχέω
ὑπέραυχος
ὑπεραφρίζω
ὑπεραχθής
ὑπεράχθομαι
ὑπερβάθμιος
ὑπερβαίνω
ὑπερβακχεύω
ὑπερβαλλόντως
ὑπερβάλλω
ὑπερβαρέω
ὑπερβαρής
ὑπερβασία
ὑπερβασίη
ὑπέρβασις
View word page
ὑπεράχθομαι
to be exceedingly grieved at
ShortDef
to be exceedingly grieved at
Debugging
Headword:
ὑπεράχθομαι
Headword (normalized):
ὑπεράχθομαι
Headword (normalized/stripped):
υπεραχθομαι
IDX:
90771
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90772
Key:
Data
{'content': 'to be exceedingly grieved at'}