Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπεραττικός
ὑπεραυαίνω
ὑπεραυγάζω
ὑπεραυγής
ὑπεραυθεντέω
ὑπεράϋλος
ὑπεραυξάνω
ὑπεραύξημα
ὑπεραύξησις
ὑπεραύστηρος
ὑπεραυχέω
ὑπέραυχος
ὑπεραφρίζω
ὑπεραχθής
ὑπεράχθομαι
ὑπερβάθμιος
ὑπερβαίνω
ὑπερβακχεύω
ὑπερβαλλόντως
ὑπερβάλλω
ὑπερβαρέω
View word page
ὑπεραυχέω
to be overproud

ShortDef

to be overproud

Debugging

Headword:
ὑπεραυχέω
Headword (normalized):
ὑπεραυχέω
Headword (normalized/stripped):
υπεραυχεω
IDX:
90767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90768
Key:

Data

{'content': 'to be overproud'}