Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερασχημονέω
ὑπεράτοπος
ὑπεραττικίζω
ὑπεραττικός
ὑπεραυαίνω
ὑπεραυγάζω
ὑπεραυγής
ὑπεραυθεντέω
ὑπεράϋλος
ὑπεραυξάνω
ὑπεραύξημα
ὑπεραύξησις
ὑπεραύστηρος
ὑπεραυχέω
ὑπέραυχος
ὑπεραφρίζω
ὑπεραχθής
ὑπεράχθομαι
ὑπερβάθμιος
ὑπερβαίνω
ὑπερβακχεύω
View word page
ὑπεραύξημα
product of overgrowth

ShortDef

product of overgrowth

Debugging

Headword:
ὑπεραύξημα
Headword (normalized):
ὑπεραύξημα
Headword (normalized/stripped):
υπεραυξημα
IDX:
90764
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90765
Key:

Data

{'content': 'product of overgrowth'}