Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερασπίζω
ὑπερασπισμός
ὑπερασπιστής
ὑπεράστειος
ὑπεραστράπτω
ὑπεραστρονομέω
ὑπερασχάλλω
ὑπερασχημονέω
ὑπεράτοπος
ὑπεραττικίζω
ὑπεραττικός
ὑπεραυαίνω
ὑπεραυγάζω
ὑπεραυγής
ὑπεραυθεντέω
ὑπεράϋλος
ὑπεραυξάνω
ὑπεραύξημα
ὑπεραύξησις
ὑπεραύστηρος
ὑπεραυχέω
View word page
ὑπεραττικός
carrying the use of the Attic dialect to excess

ShortDef

carrying the use of the Attic dialect to excess

Debugging

Headword:
ὑπεραττικός
Headword (normalized):
ὑπεραττικός
Headword (normalized/stripped):
υπεραττικος
IDX:
90757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90758
Key:

Data

{'content': 'carrying the use of the Attic dialect to excess'}