Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερασπάζομαι
ὑπερασπίζω
ὑπερασπισμός
ὑπερασπιστής
ὑπεράστειος
ὑπεραστράπτω
ὑπεραστρονομέω
ὑπερασχάλλω
ὑπερασχημονέω
ὑπεράτοπος
ὑπεραττικίζω
ὑπεραττικός
ὑπεραυαίνω
ὑπεραυγάζω
ὑπεραυγής
ὑπεραυθεντέω
ὑπεράϋλος
ὑπεραυξάνω
ὑπεραύξημα
ὑπεραύξησις
ὑπεραύστηρος
View word page
ὑπεραττικίζω
imitate the Attic dialect to excess
ShortDef
imitate the Attic dialect to excess
Debugging
Headword:
ὑπεραττικίζω
Headword (normalized):
ὑπεραττικίζω
Headword (normalized/stripped):
υπεραττικιζω
IDX:
90756
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90757
Key:
Data
{'content': 'imitate the Attic dialect to excess'}